- χυτῶν
- χύτηςmetal-castermasc gen plχυτόςpouredfem gen plχυτόςpouredmasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χυτοσίδηρος — Λέγεται και μαντέμι. Σιδηρούχο προϊόν που αποτελείται από κράμα σιδήρου άνθρακα, με περιεκτικότητα άνθρακα που κυμαίνεται μεταξύ 1,78 και 6%. Το ποσοστό αυτό του άνθρακα παρέχει στον χ. ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν από τον χάλυβα, που και αυτός… … Dictionary of Greek
риза — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. ἐσθής) одежда; (στολή) вооружение, платье. Риза кожаная… … Словарь церковнославянского языка
νοβολάκ — η (χημ) εμπορική ονομασία φαινοπλαστικών πολυμερών που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή χυτών πλαστικών αντικειμένων, συνδετικών υλών, ηλεκτρομονωτικών, λειαντικών μέσων κ.ά. υλών … Dictionary of Greek
πυρόχωμα — το, Ν ειδικό χώμα το οποίο χρησιμοποιείται στην οδοντοτεχνική, στη χρυσοχοΐα και, γενικά, στη βιομηχανία για την κατασκευή χυτών μεταλλικών σκελετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ, πυρός + χώμα. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
σμίλη — Κοπτικό εργαλείο, γενικά κατάλληλο για την κατεργασία ξύλου, μετάλλων και λίθων. Αποτελείται από μια χαλύβδινη ράβδο ορθογωνικής διατομής με στρογγυλεμένες ακμές, το ένα άκρο της οποίας έχει σχήμα κοπτικής αιχμής. Χρησιμοποιείται με κρούση στο… … Dictionary of Greek
συλλογή — Η συνηθέστερη σημασία της λέξης είναι η συγκέντρωση αντικείμενων με κάποια αξία, σπάνιων ή περίεργων, ταξινομημένων σύμφωνα με τα κριτήρια ή το σκοπό εκείνου που τα μαζεύει (συλλέκτη) και τα οποία αποτελούν συχνά αντικείμενο ανταλλαγών ή και… … Dictionary of Greek
φαινόλη — (I) και δωρ. τ. φαινόλα και φαίνουλα και παίνουλα και πένουλα, ἡ, Α ο φαινόλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φαινόλης (ὁ), κατά τα θηλ. Οι τ. φαίνουλα, παίνουλα, πένουλα έχουν σχηματιστεί κατ επίδραση τού λατ. paenula (< φαινόλης*)]. (II) η, Ν… … Dictionary of Greek
χυτοχάλυβας — ο, Ν (μεταλργ.) χάλυβας που έχει χυτευθεί σε τύπους, για την κατασκευή χυτών αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυτός + χάλυβας. Η λ., στον λόγιο τ. χυτοχάλυψ, μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
χύτης — ο, ΝΜΑ τεχνικός που διενεργεί χύτευση νεοελλ. φρ. «πυρετός χυτών μετάλλου» ιατρ. υψηλός πυρετός μέχρι 40° που εμφανίζεται σε εργαζομένους, μετά από τη χύτευση βαρέων μετάλλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* +… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek